- μηχανογραφικός
- -ή, -όο σχετιζόμενος με την καταγραφή δεδομένων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Μηχανογραφικό κέντρο. – Μηχανογραφικό δελτίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μηχανογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηχανογραφία ή στη μηχανογράφηση («μηχανογραφικό κέντρο») 2. φρ. «μηχανογραφική οργάνωση» (οικον.) ο εφοδιασμός μιας οικονομικής μονάδας με τις αναγκαίες και κατάλληλες μηχανές γραφείου, ώστε να παράγεται … Dictionary of Greek